διακρατήσῃ

διακρατήσῃ
διακρατήσηι , διακράτησις
holding fast
fem dat sg (epic)
διακρατέω
hold fast
aor subj mid 2nd sg
διακρατέω
hold fast
aor subj act 3rd sg
διακρατέω
hold fast
fut ind mid 2nd sg
διακρατέω
hold fast
aor subj mid 2nd sg
διακρατέω
hold fast
aor subj act 3rd sg
διακρατέω
hold fast
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διακράτηση — η (AM διακράτησις, εως) [διακρατώ] 1. κατοχή 2. εξουσία πάνω σε κάτι ή σε κάποιον 3. γερό κράτημα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”